- περιμάρναμαι
- περι-μάρναμαι, ipf. 2 sing. περιμάρναο: fight for; τινός, Il. 16.497†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιμάρναμαι — Α περιμάχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * μάρναμαι «μάχομαι»] … Dictionary of Greek
περιμάρναμαι — περί μάρναμαι fight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)